Αφιερωμένο σ’ όλες τις μάνες που γέννησαν ένα διαφορετικό γιο

Βούλα Τσατσαρούνου

Σε περίμενα πολύ καιρό αγαπημένε, από τότε που το κορμί μου
αλλάζοντας το πρώτο του σχήμα ετοιμαζόταν να σε δεχτεί.
Σε περίμενα πολύ καιρό.
Την άνοιξη με τα χελιδόνια, το καλοκαίρι με γεμάτα τα χέρια μου ώριμα φρούτα,
το φθινόπωρο ανοίγοντας πάνω στο νοτισμένο χώμα τ’ αυλάκια της σποράς,
το χειμώνα πίνοντας παλιό κόκκινο κρασί.

Μέσα στο μυαλό μου η ανάσα σου η πρώτη,
και το πρώτο καλωσόρισμα στον ερχομό σου.
«Έρχεται», έλεγε «έρχεται ο νικητής της μοναξιάς, της οδύνης και του θανάτου μου».

Κι όταν ήρθες και όλες μου οι αγάπες γλίστρησαν από πάνω μου,
όπως γλιστράει το νερό πάνω στο γυαλί και δεν αφήνει χνάρι,
κι απόμεινε μόνο η δική σου η πιο μεγάλη.
Κείνη πούναι ανείπωτη ακόμα, γιατί δεν βρέθηκαν λέξεις
ποτέ να την ιστορήσουν κι ούτε στόμα ανθρώπου
ευλογήθηκε ποτέ να ομολογήσει.

Ήρθες κι έθρεψες τη μοναξιά μου με τη σιωπή,
κι ούτε που μου άπλωσες το χέρι.
Το δρόμο το δικό μου δεν τον καταδέχτηκες,
μήτε τη γλώσσα την προγονική.
Παρά απλώνοντας τα χέρια σου,
άλλοτε με κινήσεις ανάλαφρες σαν των φτερών της πεταλούδας,
κι άλλοτε κωπηλατώντας στον αέρα,
ιχνογραφείς τα δικά σου μονοπάτια.

Έχω ένα παράπονο ακριβέ μου και θα σου το πω.
Δεν μου γύρεψες ποτέ καθαρή αλλαξιά για να γυαλιστείς μεσ’ τον καθρέφτη,
κι όμως εισ’ ωραίος κι η ομορφιά σου δεν έχει μέτρο γιατί περιφρονεί την αποδοχή μας.

Μας χώρισε ένα ποτάμι απελπισίας.
Εσύ στην μίαν όχθη κι εγώ στην άλλη. Μα χτίζω ένα γεφύρι να σε φτάσω.
Θάναι γερό γεφύρι γιατί θα το στοιχειώσω με το κορμί μου.
Κι εσύ στέκεις εκεί και με κοιτάς ανέκφραστος,
απίστευτα γνώριμος και παράλογα ξένος.

Σώμα από μάρμαρο κι από βελούδο,
μάτια από νερό και νιόκοπη φλούδα πεύκου,
κι απάνω από το μέτωπο, ν’ αφρίζει βουβά μια θάλασσα τρικυμισμένη.
Ο γιός μου, εννιάμιση μόλις χρονών.

Η ιστοσελίδα μας το αφιερώνει στη μνήμη του γιου της Παναγιώτη, που δεν βρίσκεται πια κοντά μας.